- οπισθοκάρπιος
- ὀπισθοκάρπιος, -ον (Α)(για μερικά είδη συκιάς) αυτός που φέρει τον καρπό πίσω από τα φύλλα και όχι πάνω από αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + καρπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπισθοκάρπιον — ὀπισθοκάρπιος bearing its fruit behind masc/fem acc sg ὀπισθοκάρπιος bearing its fruit behind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek